κουρότερος

κουρότερος
κουρότερος, -έρα, -ον (Α) [κούρος]
1. νεώτερος, νεανικότερος («μηδ' ἐρίδαινε μετ' ἀνδράσι κουροτέροισιν», Ομ. Οδ.)
2. (στις περισσότερες περιπτώσεις λαμβάνεται ως θετικός βαθμός) νέος, κούρος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κουρότερος — young masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κουροτέροισι — κουρότερος young masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κουροτέροισιν — κουρότερος young masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κουροτέρους — κουρότερος young masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κουρότεραι — κουρότερος young fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κουρότεροι — κουρότερος young masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κούρος — Μαρμάρινο αναθηματικό ή επιτύμβιο άγαλμα της μνημειακής ελληνικής αρχαϊκής πλαστικής, που απεικονίζει νέους σε όρθιο γυμνό. Ο εικαστικός τύπος του κ., εμπνευσμένος από αιγυπτιακά πρότυπα, εμφανίζεται όρθιος, μετωπικός, με φαρδείς ώμους, λεπτή… …   Dictionary of Greek

  • οπλότερος — ὁπλότερος, έρα, ον (Α) (επικ. τ.) 1. ο ικανότερος ή καταλληλότερος στο να φέρει όπλα, δηλαδή ο νεώτερος, σε αντιδιαστολή προς τους γέροντες και τα παιδιά («ὁπλότερος γενεῇ» νεώτερος στην ηλικία, Ομ. Ιλ.) 2. φρ. «ἄνδρες ὁπλότεροι» οι μελλοντικές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”